Του Ορφέα Μπέτση

Τα 94α γενέθλια του γιορτάζει σήμερα ο Προκαθήμενος της καθ ημάς Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος. Σε μια ηλικία που πολλοί άνθρωποι κάνουν τη δική τους υποχώρηση απ’ την ενεργώ δράση και συμμετοχή, άλλο τόσο ένας άνθρωπος που είχε να παράγει έργο συγγραφικό, ακαδημαϊκό και να απολαμβάνει την από σπουδαία βήματα διδαχή, εκείνος κλήθηκε να ανταποκριθεί στο πλέον προκλητικό έργο της πλούσιας σε έργο ζωής του…

Αφορούσε την ανασύσταση της καταστραμμένης απ’ τον πολυετή διωγμό Εκκλησίας στην Αλβανία. Έτσι για πλέον από τρεις δεκαετίες τώρα αντιμετωπίζει με την ίδια αρχική δημιουργικότητα, εργατικότητα και με πνεύμα αυταπαρνήσεως, κοπιώδη προσπάθεια στο πολύπλοκο από όλες τις απόψεις πεδίο της χώρας αυτής. Τα επιτεύγματα πλούσια και είναι κάτι που τον καθιστά επιτυχημένο Ιεράρχη αλλά και όλους εμάς ευγνώμονες για το δώρο αυτό που ο Θεός μας χάρισε ως πραγμάτωση της ευλογίας!

Ενώ έχουν τόσα πολλά γραφτεί και ο καθένας θα μπορούσε να προσθέσει τη δική του εμπειρία απ’ τη γνωριμία με την μοναδικά  χαρισματική προσωπικότητα του Αρχιεπισκόπου Αναστασίου, επιλέξαμε να αναδημοσιεύσουμε μικρό απόσπασμα απ’ την δική του περιγραφή στο βιβλίο «Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος πορευόμενος…» (Συνομιλίες με τη Νατάσα Μπαστέα και το Μάκη Προβατά).

Και ενώ μιλάει για τον εαυτό του στην ουσία παρέχει και πάλι χρήσιμα διδάγματα σε μια εποχή δύσκολη όπου οι αξίες της ζωής, αρχές της βιοηθικής, οικογένεια και άλλοι θεσμοί δοκιμάζονται. Ειδικά οι νέοι, οι νέες μητέρες έχουν να ωφεληθούν.

Δεν είναι μια προσωπική ιστορία η αφήγηση. Είναι βιωματική μάθηση…

«…Όλες οι ιστορίες έχουν μια αρχή. Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος ποια θεωρεί την αληθινή αρχή της δικής του ζωής;

Ας αρχίσουμε λοιπόν με μια ιστορία. Την άνοιξη του 1929 μια γυναίκα, περίπου 39 ετών, αντιμετωπίζει ένα τεράστιο πρόβλημα. Ο γιατρός της λέει περίπου τα εξής: «Κυρία Ρωξάνη, είστε πολύ αδύναμη και το παιδί που κυοφορείτε δεν θα γεννηθεί γερό. Δεν πρέπει να το κρατήσετε, διότι ούτε εσείς θα ζήσετε ούτε και το παιδί». Η Κυρία Ρωξάνη νιώθει ότι έχει μόνο μια επιλογή. Φεύγει και πηγαίνει στην Ευαγγελίστρια, στον Πειραιά. Γονατίζει και ψιθυρίζει: «Παναγία μου, εγώ αυτό δεν μπορώ να το κάνω. Θα κρατήσω το παιδί και ας γίνει ό’ τι θέλεις εσύ». Το παιδί της τελικώς γεννήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 1929, στο Τζάνειο Νοσοκομείο Πειραιώς. Ήμουν εγώ.

Η συγκεκριμένη στάση της μητέρας, που κράτησε μέχρι τη γέννηση σας, νιώθετε ότι επηρέασε την πορεία σας;

Η μητέρα μου στήριζε την αντοχή της στην πίστη. Ήταν μια γυναίκα που είχε λάβει τη βασική εκπαίδευση της γενιάς της, αλλά τα θυμάμαι μέχρι τα γεράματα της με ένα θρησκευτικό βιβλίο στο χέρι.

Γνωρίζω ότι για εκείνη, η συγκεκριμένη εγκυμοσύνη ήταν μια περίοδος ειρηνικής αναμονής και ελπίδας. Δοξάζω το Θεό που από το ξεκίνημα της ζωής μου ανέπνευσα σε μια ατμόσφαιρα ευλαβική. Από μικρό παιδί με έπαιρνε μαζί της στην εκκλησία και συχνά σε αγρυπνίες, όπου εγώ κοιμόμουν. Υπάρχει μια φωτογραφία στην οποία η κυρία Ρωξάνη είναι πια 82 ετών και το πρόσωπο της λάμπει. Ήταν μετά τη χειροτονία μου σε Επίσκοπο.

Αυτή την, τόσο ιδιαίτερη, ιστορία, σχετικά με την περίοδο εγκυμοσύνης της μητέρας σας, πότε τη μάθατε;

Όταν ήμουν μικρός, μου είχε πει απλώς: «Οι δυο μας αντιμετωπίσαμε δυσκολίες στην εγκυμοσύνη». Δεν κατάλαβα τότε τι σήμαινε αυτό. Το συνειδητοποίησα πολύ αργότερα. Όταν ήμουν Επίσκοπος, ανέφερα αυτή την ιστορία δημόσια, σε μια συζήτηση που αφορούσε τις αμβλώσεις. Βέβαια, έπειτα σκέφθηκα ότι, λέγοντας τη δική μου ιστορία δεν ήθελα επ’ ουδενί λόγω να πληγώσω, άθελα μου, γυναίκες που αντιμετωπίζουν λεπτά θέματα και πρέπει να πάρουν δύσκολες αποφάσεις. Κάθε περίπτωση χαρακτηρίζεται από ξεχωριστές παραμέτρους και πρέπει να αντιμετωπίζεται με τη σωστή διάκριση…».

«…Από την παιδική μας ηλικία όλοι έχουμε κάποιες αναμνήσεις τις οποίες ανακαλούμε σχεδόν αυτόματα και έντονα ακόμα και αν περάσουν πολλά χρόνια.

Θυμάμαι ότι η οικογένεια μας ήταν αγαπημένη. Ήμουν μικρότερος δέκα και έντεκα χρόνια από τα δυο αδέλφια μου. Η αδελφή μου με φρόντιζε στοργικά. Όταν ήμουν 3-4 ετών, μέναμε σε ένα μικρό σπίτι στην πλατεία του Αγίου Νικολάου Αχαρνών. στο ισόγειο. Στον επάνω όροφο κατοικούσε η κυρία Ιωάννα, που εγώ την έλεγα «Ζαζάννα». Δεν είχε παιδιά και μου έτρεφε μεγάλη αγάπη. Μια μέρα ανέβηκα χαρούμενος να την ανακοινώσω κάτι και να της δώσω ένα λουλούδι. Όπως πήγα να χτυπήσω το κουδούνι, που ήταν λίγο πιο ψηλά από εμένα, έχασα την ισορροπία μου και κατρακύλησα στη σκάλα, μια μαρμάρινη σκάλα με πολλά σκαλοπάτια και γλάστρες με λουλούδια στη δεξιά της πλευρά. Η «Ζαζάννα» είχε ανοίξει την πόρτα και, παρακολουθώντας με να κατρακυλώ στις σκάλες, τρόμαξε. Αλλά, όταν έτρεξε κοντά μου για να διαπιστώσει τι είχε διασωθεί από μένα, με είδε να κλαίω και να φωνάζω: «Χάλασα τα λουλούδια της Ζαζάννας». Η στοργή μου εκδήλωσε αμέσως με έκανε γρήγορα να συνέλθω.

Η αδελφή μου διηγείτο πως μια μέρα, ενώ πηγαίναμε στην εκκλησία, τη ρώτησα ψιθυριστά: «Αίγλη, έχεις λεπιτά; Εκεί στη γωνίτσα είναι ένας τωχός». Μου έδωσε και έτρεξα κοντά του. Και άλλες φορές, αντί για κερί ή κουλούρι, τα «λεπιτά» πήγαιναν σε κάποιον «τωχό». Μια άλλη φορά, σε περίοδο Χριστουγέννων, περπατούσαμε στην οδό Αθηνάς, για να πάρουμε κανένα μπαλόνι ως δώρο. Βλέπαμε τα φτωχά παιδιά που πουλούσαν κουλούρια. «Όταν μεγαλώσω, ελπίζω να μπορέσω να βοηθήσω τέτοια παιδιά» της είχα πει…».